τροχιοδρομικός

τροχιοδρομικός
η , ό[ν] 1. трамвайный;
2. (ο ) трамвайщик

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "τροχιοδρομικός" в других словарях:

  • τροχιοδρομικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τροχιόδρομο και στην κίνηση του («τροχιοδρομική γραμμή») 2. το αρσ. ως ουσ. ο τροχιοδρομικός (ενν. υπάλληλος) υπάλληλος ή εργάτης οργανισμού ή εταιρείας που έχει την εκμετάλλευση τών τροχιοδρόμων.… …   Dictionary of Greek

  • τροχιοδρομικός — ή, ό 1. που έχει σχέση με τον τροχιόδρομο (βλ. λ.): Τροχιοδρομική υπηρεσία. 2. το αρσ. ως ουσ., τροχιοδρομικός υπάλληλος της εταιρείας των τροχιοδρόμων, των τραμ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»